οφιομάχος

οφιομάχος
ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)
1. αυτός που μάχεται με φίδια
2. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος + -μάχος / -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀφιομάχος — fighting with serpents masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιομάχον — ὀφιομάχος fighting with serpents masc/fem acc sg ὀφιομάχος fighting with serpents neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιομάχου — ὀφιομάχος fighting with serpents masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιομάχους — ὀφιομάχος fighting with serpents masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ofiómaco — (Del gr. ophiukhos.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Insecto ortóptero, especie de langosta. * * * ofiómaco. (Del lat. ophiomăchus, y este del gr. ὀφιομάχος). m. Especie de langosta (ǁ insecto ortóptero). * * * ► masculino ZOOLOGÍA Especie de… …   Enciclopedia Universal

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • οφεομάχος — ὀφεομάχος, ον (Α) βλ. οφιομάχος …   Dictionary of Greek

  • οφιομάχης — ὀφιομάχης, ὁ (Α) βλ. οφιομάχος …   Dictionary of Greek

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

  • ՕՁԱՄԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 2 1026 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c ա. ὁφιομάχος qui serpentes oppugnat. Մարտնչօղ ընդդէմ օձի. եւ իբր Օձամարտական. *Եղջերուն օձամարտ է. Գէ. ես.: *յառակս օրինակաց բուսոցն բարուց օձամարտ պատերազմին. Եւագր. ՟Ե: գ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”